- ὑπερπαχύνομαι
- ὑπερπᾰχ-ύνομαι, [voice] Pass.,A to be or become exceedingly fat, Thphr. CP5.11.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπερπαχύνομαι — ὑπερπαχύνομαι ΝΜΑ [παχύνω] είμαι ή γίνομαι υπέρμετρα παχύς, παραπαχαίνω … Dictionary of Greek
ὑπερπαχυνθεῖσιν — ὑπερπαχύνομαι to be aor part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπαχυνθῇ — ὑπερπαχύνομαι to be aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπαχυνθῶσιν — ὑπερπαχύνομαι to be aor subj mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)